Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζηλοφθονία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζηλοφθονία η [zilofθonía] Ο25 : εμπαθής ζήλια, που φτάνει ως το φθόνο και το μίσος· ζήλια και φθόνος: H ευτυχία του προκαλούσε τη ~ των άλλων. Bλέμμα γεμάτο ~.

[λόγ. ζηλόφθον(ος) -ία]

[Λεξικό Κριαρά]
ζηλοφθονία η.
  • Φθόνος:
    • ετρύφουν ο ελεεινός, … τώρα θωρώ η ζηλοφθονία … θέλει να μου το επάρει (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 22).

[<ζηλοφθονώ + κατάλ. ία. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go