Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζηλευτός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζηλευτός -ή -ό [zileftós] Ε1 : που αξίζει να τον ζηλεύουν, να τον θαυμάζουν ή να τον επιθυμούν· αξιοζήλευτος: Zηλευτή ομορφιά, θαυμαστή, εξαιρετική. Zηλευτά πλούτη. Zηλευτή θέση.

[ζηλεύ(ω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες