Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζηλαδέρφι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζηλαδέρφι το [zilaδérfi] Ο44α : (λαϊκότρ.) ετεροθαλής αδερφός· μηλαδέρφι.

[< μηλαδέρφι με παρετυμ. επίδρ. του ζηλεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες