Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζευγηλάτης
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ζευγηλάτης ο· ζευγαλάτης.
  • Ζευγάς, γεωργός:
    • (Κυπρ. ερωτ. 209).

[αρχ. ουσ. ζευγηλάτης. Τ. ζευγε‑ στο LBG. Τ. ζευγο‑ σήμ. Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go