Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζευγαρικό το.
-
- Υποχρέωση «γονικάρη», η ζευγαρέα (βλ. ά.):
- (Βαρούχ. 4814).
[<ουσ. ζευγάρι + κατάλ. ‑ικό. Η λ. και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.)]
- Υποχρέωση «γονικάρη», η ζευγαρέα (βλ. ά.):