Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζευγαρίζω [zevγarízo] Ρ2.1α : οργώνω με άροτρο που το σέρνει ζευγάρι ζώων (βοδιών, αλόγων)· ΣYN ΦΡ κάνω ζευγάρι.
[μσν. ζευγαρίζω < ζευγάρ(ι) -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζευγαρίζω.
-
- Οργώνω:
- εζευγάριζαν τα χωράφια τως (Διήγ. πανωφ. 60).
[<ουσ. ζευγάρι + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.)]
- Οργώνω: