Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζευγαράκι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζευγαράκι το [zevγaráki] Ο44α : ζεύγος ερωτευμένων: Ρομαντικό ~. Tα ζευγαράκια ανέβαιναν ως την κορυφή του λόφου, για να θαυμάσουν το ηλιοβασίλεμα.

[ζευγάρ(ι) υποκορ. -άκι]

[Λεξικό Κριαρά]
ζευγαράκι το.
  • Ζευγάρι (βοδιών για όργωμα) (θωπευτ.):
    • το ζευγαράκι κάνασι (Διήγ. ωραιότ. 902).

[<ουσ. ζευγάρι + κατάλ. άκι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες