Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζευγάς
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζευγάς ο [zevγás] Ο1 : ο γεωργός που οργώνει με άροτρο· ζευγολάτης. ΠAΡ Ή παπάς* παπάς ή ~ ~.

[μσν. ζευγάς < ζεύγ(ος) `ζευγάρι βόδια΄ -άς]

[Λεξικό Κριαρά]
ζευγάς ο.
  • Γεωργός:
    • Ζευγάδες είναι και βοσκοί (Σαχλ., Αφήγ. 172).

[<ουσ. ζεύγος + κατάλ. άς. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go