Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζευγάριν το· ζευγάρι.
-
- 1) (Προκ. για πρόσωπα ή πράγματα) ζευγάρι:
- Σεβαστιανός και Ουρβίκιος, διαβόλου το ζευγάρι (Ζήν. Β´ 99).
- 2) Αντρόγυνο:
- στέκανε αγκαλιαστά σαν να ’τανε ζευγάρι (Δεφ., Σωσ. 154).
- 3) Ζεύγος από βόδια για την καλλιέργεια της γης:
- εύρε άνθρωπον κάμνοντα την γην με το ζευγάριν (Καλλίμ. 1486)·
- φρ. κάνω ζευγάρι = οργώνω:
- (Διήγ. πανωφ. 60).
[αρχ. ουσ. ζευγάριον. Ο τ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για πρόσωπα ή πράγματα) ζευγάρι: