Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζετέ το [zeté] Ο (άκλ.) : (αθλ.) κίνηση κατά την άρση βαρών, όταν ο αθλητής τεντώνει τα χέρια και ανοίγει τα πόδια σε ένα χρόνο· (πρβ. αρασέ).
[λόγ. < γαλλ. jeté]



