Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζεστά
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Κριαρά]
ζέστα η,
βλ. ζέστη.
[Λεξικό Κριαρά]
ζεστά, επίρρ.
  • 1) Θερμά:
    • εσύ αναπεύεσαι ζεστά (Φαλιέρ., Ιστ. 104 κριτ. υπ).
  • 2) (Μεταφ.) με όρεξη:
    • μια ματζέταν … να σφάξεις, … ζεστά ζεστά οι δυο μας να την ξεκοκαλίσομε (Φορτουν. Β´ 317).

[<επίθ. ζεστός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζεσταίνω [zesténo] -ομαι Ρ7.1 : 1α. κάνω κτ. να γίνει ζεστό, του ανεβάζω τη θερμοκρασία· θερμαίνω. ANT κρυώνω, ψύχω: ~ το νερό / ένα χώρο. Ο ήλιος ζεσταίνει την κάμαρά μου. ~ τη μηχανή του αυτοκινήτου. || ~ τα χέρια μου στη φωτιά. || Aνάβω τη σόμπα για να ζεσταθεί το δωμάτιο. (έκφρ.) ~ το κοκαλάκι μου, καταφέρνω να αισθανθώ ζέστη, ενώ πριν κρύωνα: Έλα πιο κοντά στο τζάκι να ζεσταθεί το κοκαλάκι σου. ΦΡ ζεσταίνει κάποιος την καρέκλα του, είναι πολύ εργατικός. ~ φίδι* στον κόρφο μου. β. (παθ.) αισθάνομαι ζέστη. ANT κρυώνω, δροσίζομαι: Zεστάθηκα και άνοιξα το παράθυρο. Aς ανάψουμε τη φωτιά να ζεσταθούμε. Πιες λίγο κονιάκ να ζεσταθείς. Kάνει τόσο πολλή ζέστη ή εγώ ζεσταίνομαι; γ. (παθ., ειδ. αθλ.) προετοιμάζομαι για άθληση, ζεσταίνοντας τους μυς του σώματός μου· προθερμαίνομαι2. 2. (μτφ.) α. δημιουργώ ένα περισσότερο ευχάριστο και οικείο ψυχολογικό κλίμα· θερμαίνω: Tο κρασί και οι αναμνήσεις από τα μαθητικά μας χρόνια ζέσταναν γρήγορα την ατμόσφαιρα. Πες του έναν καλό λόγο να του ζεστάνεις την καρδιά. || Οι αρχικές επιφυλάξεις εύκολα ξεπεράστηκαν και η ατμόσφαιρα άρχισε να ζεσταίνεται. β. κάνω κτ. να γίνει περισσότερο ενδιαφέρον και ευχάριστο: H παρουσία του ζέστανε τη συζήτηση. || Tο παιχνίδι άρχισε να ζεσταίνεται.

[μσν. ζεσταίνω < ζεστ(ός) -αίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ζεσταίνω.
  • Ενεργ.
    • 1) Θερμαίνω:
      • κακά ζεσταίνει … του γέρο η γιαγκάλη (Στάθ. Α´ 62
      • (μέσ.):
        • οινάριν να πίνω να ζεσταίνομαι (Σαχλ. B´ PM 466).
    • 2) Κλωσσώ:
      • Όρνιθα … αβγά φιδίου … ζέσταινε (Αιτωλ., Μύθ. 1162).

[<επίθ. ζεστός + κατάλ. αίνω. Η λ. στο Meursius (στέ‑) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζέσταμα το [zéstama] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ζεσταίνω. α. θέρμανση: Kρύωσε το φαγητό και θέλει ~. β. (ειδ. αθλ.) η προετοιμασία των αθλητών με ελαφρές ασκήσεις πριν από την άθληση· προθέρμανση2.

[ζεστα- (ζεσταίνω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζεστασιά η [zestasxá] Ο24 : 1. ευχάριστη ζέστη: Δεν αφήνω τη ~ του σπιτιού μου, για να βγω έξω στο κρύο. 2. (μτφ.) για περιβάλλον αγάπης, στοργής, προστασίας κτλ.: Mεγάλωσε σε κάποιο ορφανοτροφείο, χωρίς ποτέ να γνωρίσει τη ~ της οικογένειας.

[ζεστα- (ζεσταίνω) -σιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες