Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζεσεοσκόπιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζεσεοσκόπιο το [zeseoskópio] Ο40 : όργανο για τον προσδιορισμό του σημείου ζέσεως διάφορων ουσιών.

[λόγ. ζεσε- (θ. της λ. ζέσις, σύγκρ. γεν. ζέσεως) -ο- + -σκόπιον μτφρδ. διεθ. ebullio `ζέω΄ + -scope = -σκόπιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες