Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζενιθιακός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζενιθιακός -ή -ό [zeniθiakós] & ζενιθικός -ή -ό [zeniθikós] Ε1 : (αστρον.) που αναφέρεται στο ζενίθ: H ζενιθιακή απόσταση ενός άστρου, η γωνία με την οποία μετρούν την απόστασή του από το ζενίθ.

[λόγ. ζενίθ -ιακός, -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go