Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζελέ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζελέ το [zelé] Ο (άκλ.) & ζελές ο [zelés] Ο13 : 1α. χυμός από βρασμένο κρέας που έπηξε με ψύξη. β. χυμός από φρούτα και ζάχαρη που έπηξε με ψύξη· φρουί ζελέ. || γλύκισμα με βάση ζελέ. 2. κολλώδης ουσία που χρησιμοποιείται στην κομμωτική για τη σταθεροποίηση του χτενίσματος· τζελ.

[λόγ. < γαλλ. gelée· ζελέ -ς]

[Λεξικό Κριαρά]
ζελεπός, επίθ.
  • Ανόητος (ή «μαραμένος» σωματικά):
    • Ιδέτε είντα του φύλαγε η μοίρα του η αδέξα στα γέρα του του ζελεπού (Φορτουν. Β´ 302).

[αβέβ. ετυμ.· βλ. Καραποτόσογλου 1989: 267-68 (<τουρκ. selib)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες