Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζείδωρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζείδωρος -ος / -η -ο [zíδoros] Ε17 : (λόγ.) που δίνει ζωή· ζωογόνος: Tο ζείδωρο φως του ήλιου. Zείδωρη αύρα. H ~ Ελευθερία.

[λόγ. < ελνστ. ζείδωρος < αρχ. ζείδωρος `που παράγει ζειά, ένα είδος σταριού΄ (η παρετυμ.: ζωή + δώρον ήδη από την ελνστ. εποχή)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go