Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζαχαροπλαστείο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαχαροπλαστείο το [zaxaroplastío] Ο39 : κατάστημα στο οποίο παρασκευάζονται, πωλούνται ή και σερβίρονται γλυκά: Πήγαινε ως το ~ να αγοράσεις λίγα γλυκά.

[λόγ. ζαχαροπλάστ(ης) -είον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go