Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζαχαριέρα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαχαριέρα η [zaxarjéra] Ο25α : σκεύος (επιτραπέζιο) για ζάχαρη: Γυάλινη / πορσελάνινη ~.

[ζάχαρ(η) -ιέρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go