Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαχαρί
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαχαρί [zaxarí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα της ζάχαρης: ~ φόρεμα. || (ως ουσ.) το ζαχαρί, το ζαχαρί χρώμα: Είναι της μόδας το ~.

[ζάχαρ(η) -ί 4]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαχαριάζω [zaxarjázo] Ρ2.1α μππ. ζαχαριασμένος : (για καρπούς, γλυκά, μέλι κτλ.) παθαίνω κρυστάλλωση του ζαχάρου που περιέχω· ζαχαρώνω.

[ζάχαρ(η) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαχαριέρα η [zaxarjéra] Ο25α : σκεύος (επιτραπέζιο) για ζάχαρη: Γυάλινη / πορσελάνινη ~.

[ζάχαρ(η) -ιέρα]

[Λεξικό Κριαρά]
ζάχαριν το· ζάχαρ· ισάχαριν· σάχαρ· σάχαριν· γεν. εν. ζαχαρίου· ζαχάριτος· αιτιατ. πληθ. ζαχάριτα.
  • Ζάχαρη:
    • το δικαίωμαν του ζαχάριτος (Ασσίζ. 48826
    • (σε μεταφ.):
      • η γλώσσα σου η γλυκόλαλος (ενν. γέμει) ζάχαριν με το μέλιν (Ερωτοπ. 225).

[<μτγν. ουσ. σάκχαρ - σάκχαρι. Η λ. και τ. ζάχαρ και σάχαρι στο Du Cange (λ. ι)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαχαρίνη η [zaxaríni] Ο30α : χημικό παρασκεύασμα υποκατάστατο της ζάχαρης: ~ τη χρησιμοποιούν οι διαβητικοί, στους οποίους απαγορεύεται η χρήση ζάχαρης. H ~ δεν αφομοιώνεται από τον οργανισμό.

[λόγ. < σακχαρίνη με προσαρμ. στη δημοτ. από επίδρ. της λ. ζάχαρη]

[Λεξικό Κριαρά]
ζάχαρις η,
βλ. ζάχαρη.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες