Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζατρίκιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζατρίκιο το [zatríkio] Ο40 : (λόγ., παρωχ.) σκάκι.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. ζατρίκιον < περσ. shatranj `βασιλικό παιχνίδι΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ζατρίκιον το.
  • Είδος παιχνιδιού, σκάκι:
    • εκάθητο … παίζων ζατρίκιον ό οι Πέρσαι σαντράτς καλούσιν, οι δε Λατίνοι σκάκον (Δούκ. 9917).

[<περσ. shatranj. Η λ. τον 8. αι. (LBG), σε σχόλ. και στο Meursius]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες