Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαρίφικα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ζαρίφικα, επίρρ.
  • Με κομψότητα, με επιτήδευση:
    • περπατάει ζαρίφικα (Πηγά, Χρυσοπ. 324 (8)).

[<επίθ. ζαρίφικος (<ουσ. ζαρίφης <τουρκ. zarif). Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες