Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζαπτιές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαπτιές ο [zaptxés] & ζαπιές ο [zapxés] Ο13 : χωροφύλακας ή αστυνομικός του παλαιού τουρκικού κράτους.

[τουρκ. zaptiye -ς· αποβ. [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go