Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζαμπίτης
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ζαμπίτης ο.
  • Αστυνομικό όργανο:
    • να τον βάλομεν εις τον ζαμπίτην μας να τον βάλει κάτου να τον δείρει (Συναδ. φ. 61v (χφ ζαπ‑)).

[<τουρκ. zâbit. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go