Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαμανφουτισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαμανφουτισμός ο [zamanfutizmós] Ο17 : στάση αδιαφορίας και περιφρόνησης προς όλα όσα θα έπρεπε να ενδιαφέρουν και να απασχολούν κπ.: Ο ~ του έφτανε τα όρια του αμοραλισμού. Ο ~ τους δεν έχει όρια.

[λόγ. < γαλλ. je-m΄en-foutisme (δες στο ζαμάν φου) (-isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες