Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζαλάδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαλάδα η [zaláδa] Ο26 : πρόσκαιρη και σύντομη εξασθένηση ή απώλεια της αίσθησης της ισορροπίας· ζάλη· (πρβ. ίλιγγος, σκοτοδίνη): Έχω / υποφέρω από ζαλάδες. M΄ έπιασε / μου ΄ρθε μια ξαφνική ~, ζαλίστηκα.

[ζάλ(η) -άδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go