Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζακέτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζακέτο το [zakéto] Ο39 : (σπάν.) ζακέτα.

[ζακέτ(α) μεταπλ. -ο αναλ. προς το γιλέκο ή από επίδρ. του ιταλ. giacchetto]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες