Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαβώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαβώνω [zavóno] Ρ1α : 1α. (λαϊκότρ., προφ.) κάνω κτ. ζαβό, στραβό· στραβώνω. β. (προφ., μτφ.) κάνω κτ. να πάρει κακή τροπή· χαλώ: Kοίτα μην τη ζαβώσεις τη δουλειά. (έκφρ.) τα ~, εξελίσσομαι ή ενεργώ έτσι ώστε να φέρνω δυσκολίες σε κπ.: Είχαμε προγραμματίσει μια εκδρομή, μας τα ζάβωσε όμως ο καιρός. Έλα τώρα, μη μας τα ζαβώνεις την τελευταία στιγμή. 2α. (λαϊκότρ., προφ.) γίνομαι στραβός· στραβώνω: Tο ξύλο ζάβωσε από την υγρασία. β. (προφ., μτφ.) έχω κακή εξέλιξη: Zάβωσε η δουλειά.

[ζαβ(ός) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ζαβώνω.
  • α) Ζαλίζω:
    • η τόσ’ αγάπη του παιδιού τον ομυαλό ζαβώνει (Ερωτόκρ. Γ´ 962
  • β) αλλάζω στο χειρότερο:
    • η αγάπη … του ζάβωνε τη γνώση (Ερωτόκρ. Α´ 814).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Ζαλισμένος:
      • τ’ άλογο … σα ζαβωμένο πάει (Ερωτόκρ. Β´ 1571).
    • 2) Τρελός, ξετρελαμένος:
      • τον είχεν τόσα ζαβωμένον η κακή όρεξη (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 438).

[<επίθ. ζαβός + κατάλ. ώνω. Η λ. στο Meursius (όννειν) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες