Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζαβομάρα η [zavomára] Ο25α : (προφ.) η ιδιότητα, η συμπεριφορά του ζαβού. α. ανοησία ή αδεξιότητα στη συμπεριφορά: Δε σου φταιν οι άλλοι· από τη ~ σου τα έπαθες όλα. β. ιδιοτροπία, παραξενιά, αναποδιά: H ~ του δεν περιγράφεται.
[ζαβ(ός) -ομάρα]



