Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζαβολιάρης -α -ικο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαβολιάρης -α -ικο [zavoláris] Ε9 θηλ. (προφ.) και ζαβολιάρισσα [zavolárisa] Ε (βλ. Ο27) : που συνηθίζει να κάνει ζαβολιές (κυρ. σε παιχνίδι): ~ παίχτης. Zαβολιάρικο παιδί. || (ως ουσ.): Δεν παίζουμε με ζαβολιάρηδες.

[ζαβολ(ιά) -ιάρης· ζαβολιάρ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go