Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαβά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ζαβά, επίρρ.
  • 1) Στραβά, λοξά:
    • ζαβά, τυφλά επορπάτει (Ερωτόκρ. Δ´ 769).
  • 2) Παράνομα:
    • πολομά ζαβά προς τον αυθέντην (Ασσίζ. 20316).
  • 3) Ανόητα, άστοχα:
    • έτσι ζαβά την προξενειά νά ’ρθει να μου μιλήσει (Ερωτόκρ. Δ´ 10).

[<επίθ. ζαβός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ζαβάγρα η.
  • α) Έλλειψη λογικής, αφροσύνη:
    • ζαβάγραν έχει τόση που συντηρώ difficulter το λογισμό απλικάρει (Φορτουν. Γ´ 146
  • β) ανόητος λόγος:
    • Δεν ανίμενα … έτοια ζαβάγρα να μου πει (Ερωτόκρ. Γ´ 774).

[<επίθ. ζαβός + κατάλ. άγρα. Η λ. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαβάδα η [zaváδa] Ο26 : (οικ.) η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του ζαβού, οι πράξεις ή τα λόγια του. α. ανοησία: Tέτοιες ζαβάδες δεν τις περίμενα από σένα. β. (συνήθ. πληθ.) ιδιοτροπία, παραξενιά, λόξα: Ήσυχος άνθρωπος, αλλά τον πιάνουν πότε πότε οι ζαβάδες του.

[ζαβ(ός) -άδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες