Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζίλια τα [zíla] Ο44 : (μουσ.) ρυθμικό συνοδευτικό λαϊκό όργανο, που αποτελείται από δύο κοίλους μεταλλικούς δίσκους, που τους χτυπούν τον ένα με τον άλλο· (πρβ. κύμβαλο).
[τουρκ. zil (λ. περιλ., περσ. προέλ.) -ια, πληθ. του -ι]



