Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζήση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζήση η [zísi] Ο30 (χωρίς πληθ.) : (λογοτ.) α. η ζωή, ο βίος του ανθρώπου: Tίποτα δεν απόλαυσε στη ~ του. Tη ~ αυτή που τη μισούμε. Tης ζήσης λιώνει το κερί. β. το φαινόμενο της ζωής: Tης ζήσης το μυστήριο.

[μσν. ζήση < ζή(σις) -ση < ζη- (ζω) -σις]

[Λεξικό Κριαρά]
ζήση η.
  • Ζωή:
    • ανάθεμ’ έτοια ζήση (Ερωτόκρ. Γ´ 223
    • (μεταφ.):
      • Νεράιδα μου ομορφότατη και ζήση της ζωής μου (Φορτουν. Γ´ 463).

[<ζω + κατάλ. ση. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες