Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζέφυρος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζέφυρος ο [zéfiros] Ο20 : δυτικός άνεμος· πουνέντες.

[λόγ. < αρχ. ζέφυρος]

[Λεξικό Κριαρά]
ζέφυρος ο.
  • Δυτικός άνεμος:
    • (Ζήν. Α´ 239).

[αρχ. ουσ. ζέφυρος. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go