Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζέση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζέση η [zési] Ο31 (χωρίς πληθ.) : 1. (λόγ.) βρασμός: Σημείο / βαθμοί ζέσεως ενός υγρού. 2. (μτφ.) εξαιρετικά μεγάλος ζήλος· θέρμη: Yποστηρίζω κτ. με ~. Aναλαμβάνω με ~ ένα έργο. Συμμετέχω με ~ σε μια προσπάθεια / σε έναν αγώνα.

[2: αρχ. ζέ(σις) -ση· 1: λόγ. < αρχ. ζέ(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go