Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζέρσεϊ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζέρσεϊ το [zérsei] Ο (άκλ.) : είδος πλέξης ή, συνηθέστερα, είδος λεπτού υφάσματος: Mεταξωτό / μάλλινο / λεπτό / μαλακό ~. || (ως επίθ.): Mπλούζα / πουκάμισο / εσώρουχα ~.

[λόγ. < αγγλ. jersey (ορθογρ. δαν.) < τοπων. Jersey (όν. νησιού, όπου φορούν τέτοιες μπλούζες)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες