Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζέρσεϊ το [zérsei] Ο (άκλ.) : είδος πλέξης ή, συνηθέστερα, είδος λεπτού υφάσματος: Mεταξωτό / μάλλινο / λεπτό / μαλακό ~. || (ως επίθ.): Mπλούζα / πουκάμισο / εσώρουχα ~.
[λόγ. < αγγλ. jersey (ορθογρ. δαν.) < τοπων. Jersey (όν. νησιού, όπου φορούν τέτοιες μπλούζες)]