Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζέον
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζέον το [zéon] Ο53 : (εκκλ.) μικρό σκεύος στο οποίο ζεσταίνεται νερό για την παρασκευή της θείας μετάληψης.

[λόγ. < μσν. ζέον (για το νερό της Θείας Ευχαριστίας), ουδ. μεε. του αρχ. ρ. ζέω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go