Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζάπιγκ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζάπιγκ το [zápiŋg] Ο (άκλ.) : η ενέργεια θεατή της τηλεόρασης που αλλάζει συνεχώς κανάλια, χωρίς να παρακολουθεί ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα: Περνάει την ώρα του κάνοντας ~ στην τηλεόραση.

[λόγ. < αγγλ. (λαϊκ.) zapping]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες