Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζάπιγκ το [zápiŋg] Ο (άκλ.) : η ενέργεια θεατή της τηλεόρασης που αλλάζει συνεχώς κανάλια, χωρίς να παρακολουθεί ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα: Περνάει την ώρα του κάνοντας ~ στην τηλεόραση.
[λόγ. < αγγλ. (λαϊκ.) zapping]



