Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζάλο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζάλο το [zálo] Ο39 : (λαϊκότρ.) βήμα, βηματισμός, πήδημα, άλμα.

[αρχ. σάλος `ταρακούνημα από θαλασσοταραχή΄ με ηχηροπ. του αρχικού [s > z] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-s > ton-z] και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ζάλο(ν) το.
  • Βήμα:
    • βαρά-βαρά ’ν’ τα ζάλα σου (Θυσ. 567
    • έκφρ. ζάλο και ζάλο = βήμα-βήμα:
      • (Τζάνε, Κατάν. 63
    • φρ.
      • (1) στέκω σ’ ένα ζάλο = μένω σταθερός στην αρχική μου γνώμη:
        • (Ερωτόκρ. Δ´ 751
      • (2) παίρνω τα ζάλα, βλ. επαίρνω 7 φρ. (4)·
      • (3) δεν παίρνω ζάλο, βλ. επαίρνω 7 φρ.·(3)
      • (4) ρίκτω ζάλο = περπατώ:
        • (Π. Ν. Διαθ. (Λαμπάκης) φ. 246r).

[<ουσ. σάλος με εναλλαγή του σ σε ζ. Η λ. στο Βλάχ. (ον) και σήμ. κρητ. (ο)]

[Λεξικό Κριαρά]
ζάλος ο.
  • Σκοτούρα, βάσανο:
    • καημοί και ζάλοι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [785]).

[<ουσ. ζάλη με μεταπλ. Η λ. και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες