Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζάλισμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζάλισμα το [zálizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ζαλίζω· (πρβ. ζάλη).

[ζαλισ- (ζαλίζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
ζαλισμάρα η.
  • Ζαλάδα· σάστισμα:
    • ζαλισμάρα του ’δωκε, παράτρομος μεγάλος (Ερωτόκρ. Α´ 1821).

[<ουσ. ζαλισμός + κατάλ. άρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go