Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύχρηστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εύχρηστος, επίθ.
  • α) Ικανός:
    • (Ιερακοσ. 34421
  • β) χρήσιμος, ωφέλιμος:
    • (Διήγ. παιδ. 15).

[αρχ. επίθ. εύχρηστος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εύχρηστος -η -ο [éfxristos] Ε5 : ANT δύσχρηστος. 1. για κτ. που μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει ή να το χειριστεί εύκολα, χάρη στην απλή ή καλά μελετημένη κατασκευή ή συγκρότησή του: Οι ηλεκτρικές οικιακές συσκευές είναι συνήθως εύχρηστες. H κατάταξη της ύλης και η καλή εκτύπωση κάνουν το λεξικό πολύ εύχρηστο. 2. για κτ. που, επειδή είναι απλό και εύκολο στη χρήση, συνηθίζεται πολύ, για κτ. που δεν είναι σπάνιο, κυρίως για γλωσσικά στοιχεία: Εύχρηστες λέξεις / εκφράσεις. || (ως ουσ.) το εύχρηστο, η ιδιότητα του εύχρηστου.

[λόγ. < αρχ. εὔχρηστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες