Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύφημος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εύφημος, επίθ.
  • Που έχει φήμη, φημισμένος:
    • (Κορων., Μπούας 18).

[αρχ. επίθ. εύφημος. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εύφημος -η / -ος -ο [éfimos] Ε17 : επαινετικός, κυρίως στην έκφραση εύφημη / ~ μνεία, επαινετική αναφορά σε κπ.: Στην τελετή έγινε εύφημη μνεία (των ονομάτων) των μαθητών που ανέπτυξαν κοινωνική δράση. || είδος τιμητικής διάκρισης: Tου απονεμήθηκε το δίπλωμα της εύφημης μνείας. (λόγ.) ευφήμως ΕΠIΡΡ: Tο όνομά του αναφέρθηκε ~.

[λόγ. < ελνστ. εὔφημος, αρχ. σημ.: `αίσιος΄· λόγ. < αρχ. εὐφήμως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες