Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύτολμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εύτολμα, επίρρ.
  • Με θάρρος, με τόλμη:
    • Ο Φλώριος αποκρίνεται εύτολμα προς εκείνον (Φλώρ. 1796).

[<επίθ. εύτολμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες