Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εύτακτος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εύτακτος, επίθ.
  • α) Που γίνεται με μετριότητα:
    • ευωχίαν την εύτακτον και αρμόδιον τάξιν (Διγ. Gr. 1837
  • β) ταιριαστός:
    • έσχεν το είδος έμορφον, … της ηλικίας εύτακτον και το κορμίν της κάλλος (Απολλών. 11
  • γ) που έχει τάξη, που αρμόζει:
    • καταφρονήσουσι τον εύτακτον και ορθόν βίον (Σοφιαν., Παιδαγ. 103).

[αρχ. επίθ. εύτακτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εύτακτος -η -ο [éftaktos] Ε5 : (λόγ.) φρόνιμος3. ANT άτακτος.

[λόγ. < αρχ. εὔτακτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go