Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύρυθμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εύρυθμα, επίρρ.
  • Με ρυθμό:
    • την λύρα εις το χέρι του … πιάνει κι εσήμαινενε εύρυθμα (Διγ. O 2435).

[<αρχ. επίθ. εύρυθμος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες