Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εύπεπτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εύπεπτος -η -ο [éfpeptos] Ε5 : ANT δύσπεπτος. 1. για τροφή που χωνεύεται εύκολα. 2. (μτφ.) για κτ. που γίνεται εύκολα κατανοητό, και μειωτικά, για κτ. που θεωρείται κατάλληλο για άτομα χαμηλού πνευματικού επιπέδου· εύκολος: Εύπεπτη πνευματική τροφή. Aναλύσεις και σχόλια εύπεπτα, για να τα καταλαβαίνει και ο απλός λαός. Εύπεπτα προγράμματα που έχουν στόχο την αύξηση της ακροαματικότητας.

[λόγ. < αρχ. εὔπεπτος (στη σημ. 1)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go