Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύκαιρος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εύκαιρος, επίθ.· εύχαιρος· όφκαιρος.
  • 1) Που γίνεται στην ώρα του, έγκαιρος:
    • εδωρήσατο ημίν χάριν και έλεος εις εύκαιρον βοήθειαν (Χειλά, Χρον. 347).
  • 2) Διαθέσιμος, που δεν έχει δουλειά:
    • Λογιάζεις πως είμαι εύκαιρος και μόνο τσ’ έγνοιες σου έχω; (Φορτουν. Δ´ 516).
  • 3)
    • α) Άδειος, κενός:
      • είχε το κεφάλι εύκαιρον ωσάν τσουκάλι (Αιτωλ., Βοηβ. 341
      • η σέλα επόμεινε όφκαιρη, δίχως τον καβαλάρη (Ερωτόκρ. Β´ 1516
      • τα κάτεργα … από φουσσάτον εύκαιρα (Αχέλ. 2536
    • β) έρημος, εγκαταλειμμένος:
      • ηύρασιν τα σπίτια εύκαιρα (Μαχ. 42212· 40412).
  • 4) Στερημένος (από κ.), ελλιπής:
    • δαμαλίδες … εύκαιρες του κριάς (Πεντ. Γέν. XLI 19
    • λωλός κι εύκαιρος από γνώση (Ροδολ. Γ´ 202).
  • 5)
    • α) Μάταιος, άσκοπος:
      • έχεις τον κόπον εύκαιρον (Χούμνου, Κοσμογ. 938
      • Μη θες μ’ ελπίδες εύκαιρες να θρέφεσαι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1097]
    • β) άχρηστος:
      • όπου είχεν η χώρα τοίχους εύκαιρους εχαλάσαν τους (Μαχ. 59027
    • γ) άπρακτος:
      • εύκαιροι εγύρισαν (Αιτωλ., Μύθ. 175
    • δ) «που έχει άδεια χέρια»:
      • κείνες (ενν. οι μέλισσες) πὄρχονται εύκαιρες, διώχνουν τες να πα να φέρουν μέλι (Δεφ., Λόγ. 213).
  • 6) Ανόητος, άτοπος:
    • εύκαιρην δόξαν έδειξες …· τον βασιλέαν απίστησες (Χρον. Μορ. H 5547).
  • 7) (Προκ. για γυναίκα) επιπόλαιος, άστατος:
    • εύκαιρης κι ασύστατης κι έτσι εύκολης ν’ αλλάξει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1042]).

[αρχ. επίθ. εύκαιρος. Ο τ. όφκαιρος και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εύκαιρος -η -ο [éfkeros] Ε5 : 1.που έχει στη διάθεσή του ελεύθερο χρόνο για ασχολίες, πέρα από τις καθημερινές υποχρεώσεις του· που ευκαιρεί, που έχει ευκαιρία: Όταν θα είμαι ~, θα έρθω να σε δω. Σήμερα δεν είμαι ~ για να σε βοηθήσω. || ~ χρόνος, ελεύθερος, διαθέσιμος: Δεν έχω καθόλου εύκαιρο χρόνο, δεν είμαι εύκαιρος. 2. για κτ. που είναι ελεύθερο και στη διάθεση εκείνου που θέλει να το χρησιμοποιήσει: Δε θα είναι εύκαιρα τα μηχανήματα του συνεργείου, ολόκληρη την εβδομάδα.

[λόγ. < αρχ. εὔκαιρος `σε κατάλληλο χρόνο΄ κατά τη σημ. της λ. ευκαιρώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες