Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύκαιρα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
εύκαιρα, επίρρ.· όφκαιρα.
  • 1) Άδικα, μάταια, άσκοπα:
    • Εύκαιρα κοπιάζεις (Μαχ. 2585
    • εξεβαρέθηκα τον κόσμο να γυρίζω εύκαιρα (Φορτουν. Γ´ 302).
  • 2) Χωρίς αποτέλεσμα:
    • Όταν εύκαιρα απόμενε, έκλαιε λυπημένα (Σπαν. O 14).

[<επίθ. εύκαιρος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ευκαιράδα η.
  • Ευκαιρία, κατάλληλη περίσταση:
    • εύρασιν ευκαιράδα κι εβγήκασι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4532).

[<επίθ. εύκαιρος + κατάλ. άδα. Η λ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ευκαιραίνω· φκαιραίνω.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1)
        • α) Αδειάζω:
          • ευκαίραινε τα αγγεία του σίτου και των οσπρίων (Αγαπ., Νέος Παράδ. 125
        • β) (προκ. για σπαθί) βγάζω από τη θήκη:
          • (Πεντ. Έξ. XV 9).
      • 2) (Προκ. για τόπο) εκκενώνω, κάνω να αδειάσει:
        • όρισεν τους Γενουβήσους να ευκαιρέσουν την Κύπρον (Μαχ. 13013).
    • Β´ (Αμτβ.) υπάρχει έλλειψη από κ., λείπει κ.:
      • Ήτον ο τόπος άνυδρος και το νερό ευκαιραίνει (Χούμνου, Κοσμογ. 1229).
  • II. (Μέσ.) μένω αδειανός, αδειάζω:
    • με τες οποίες (ενν. ευλάβειες) ευκαιραίνεται γλήγορα το Καθαρτήριον (Ρωσσέρ. 284-5).

[<επίθ. εύκαιρος + κατάλ. αίνω. Η λ. στο Βλάχ. (κε‑)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες