Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εύθετος -η -ο [éfθetos] Ε5 : (για χρόνο) που είναι κατάλληλος για ορισμένη ανθρώπινη ενέργεια: Ο πρωθυπουργός ανέβαλε τον κυβερνητικό ανασχηματισμό για ευθετότερο χρόνο. (λόγ. έκφρ.) εν ευθέτω χρόνω, σε καταλληλότερη χρονική στιγμή.
[λόγ. < αρχ. εὔθετος]



