Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύδρομο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εύδρομο το [évδromo] Ο40 : (παρωχ.) το καταδρομικό.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. εὔδρομος `γρήγορος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες