Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εωσόπου, σύνδ.· ωσόπου· ωσοπού· ώσπου· ωσπού.
-
- Χρον.
- 1) (Για να δηλωθεί κάτι το υστερόχρονο) ώσπου
- α) (με επόμ. το μόρ. να + υποτ. αορ.):
- είμαι δούλος σου ωσόπου να ’ποθάνω (Ιστ. Μαρκ. 161)·
- β) (με επόμ. οριστ. αορ.):
- τον σφάζαν με σπαθιά … ωσπού ποτάμ’ εγίνηκε στην γην το τόσον αίμα (Λίμπον. 383)·
- (με επόμ. το συνδ. και + οριστ. αορ.):
- είχεν τους αποκλεισμένους ώσπου και εστράφην ο Κάρλο Τζετ από την Ανατολήν (Μαχ. 58631).
- α) (με επόμ. το μόρ. να + υποτ. αορ.):
- 2) (Για να δηλωθεί κάτι το σύγχρονο) όσο
- α) (με επόμ. το μόρ. να + υποτ. ενεστ.):
- Γλυκύν και δροσινόν έν’ το λαμπρόν μου ωσόπου να βιγλώ τα γλυκιά ’μμάτια (Κυπρ. ερωτ. 10532)·
- β) (με επόμ. οριστ. ενεστ.):
- και ώσπου χάνει (ενν. ο ζαριστής) άτυχος, πλεότερα πεισματώνει (Σαχλ. A´ PM 226)·
- γ) (με επόμ. παρατ.):
- (Κυπρ. ερωτ. 1241).
- α) (με επόμ. το μόρ. να + υποτ. ενεστ.):
- 1) (Για να δηλωθεί κάτι το υστερόχρονο) ώσπου
[<σύνδ. έως + επίρρ. όπου (πβ. και ά. Γ´ 1ε). Οι τ. με α´ συνθ. τον τ. ως. Ο τ. ώσπου (με β´ συνθ. τον τ. που του όπου) και σήμ.]
- Χρον.