Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εωσίνη η [eosíni] & ηωσίνη η [iosíni] Ο30 : (χημ.) υδατοδιαλυτή κόκκινη χρωστική ουσία.
[λόγ. < αγγλ. eosin ή γαλλ. éosine < νλατ. eos < αρχ. ἠώς `αυγή΄ -in(e) = -ίνη· λόγ. προσαρμ. στη μορφή της αρχ. λ.]